- τρεσάς
- (από το ρήμα τρέω, αόριστος έτρεσα, που σημαίνει τρέπομαι σε φυγή μπροστά στον εχθρό). Τ. είναι όποιος από δειλία τρέπεται σε φυγή σε ώρα μάχης. Τη λέξη τη χρησιμοποιούσαν στη Σπάρτη για να δηλώσουν ανέντιμο άνθρωπο. Τον τρέσαντα δεν τον τιμωρούσαν, του συμπεριφέρονταν όμως πολύ περιφρονητικά. Δεν εκλεγόταν σε οποιοδήποτε αξίωμα, δεν γινόταν δεκτός στα γυμνάσια και στους αγώνες, ούτε φυσικά και ως γαμπρός. Στον δρόμο έπρεπε να παραμερίζει για να τον προσπερνά οποιοσδήποτε. Και όταν καθόταν, όφειλε να σηκωθεί ακόμα και μπροστά σε νεότερό του. Η λέξη τ. είναι αθηναϊκή και τη χρησιμοποιούσαν κυρίως οι κωμωδιογράφοι για να διακωμωδήσουν κάποιο δειλό ή ανυπόληπτο άνθρωπο.
* * *-ᾱ, ὁ, Ααυτός που τράπηκε σε φυγή, δειλός.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρεσ- τού ρ. τρέω* «τρέπομαι σε φυγή» (πρβλ. μτχ. τρέσας) + επίθημα -ᾶς τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων (πρβλ. ἐλασ-ᾶς, χεσ-ᾶς)].
Dictionary of Greek. 2013.